υαλομέταξα

υαλομέταξα
η, Ν
ο υαλοβάμβακας.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ύαλος + μέταξα. Η λ. αποτελεί απόδοση τού γαλλ. soie de verre].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужен реферат?

Look at other dictionaries:

  • υαλομέταξα — η υαλοβάμβακας (βλ. λ.) …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • υαλοβάμβακας — Γυάλινες, πολύ ψιλές ίνες, που σχηματίζουν μάζα παρόμοια με βαμβάκι. Το «βαμβάκι» αυτό είναι ελαφρό, μαλακό και ισχυρό μονωτικό. Το πάχος των νημάτων του φτάνει τα 0,01 0,006 χιλιοστά, ενώ το βάρος μάζας υ. 1 κυβικού μέτρου φτάνει μόλις τα 150… …   Dictionary of Greek

  • ύαλος — και ύελος, η / ὕαλος και ὕελος, ΝΜΑ, και ὕελλος, ἡ, μτγν τ. ὕαλος, ὁ, Α το γυαλί νεοελλ. 1. συνεκδ. υαλοπίνακας, τζάμι 2. φρ. «υφαιστειακή ύαλος» (πετρογρ.) υαλώδες πέτρωμα που σχηματίζεται από λάβα ή από μάγμα και έχει σύσταση παρόμοια με τη… …   Dictionary of Greek

  • υαλοβάμβακας — ο ελαφριά και χαλαρή μάζα από πολύ λεπτές ίνες γυαλιού, που μοιάζει εξωτερικά με μπαμπάκι και χρησιμοποιείται σε θερμικές και ηχητικές μονώσεις, σε διηθήσεις ισχυρών οξέων, διαλυμάτων καυστικών αλκαλίων κ.ά., η υαλομέταξα …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”